- σύμμετρον
- σύμμετροςcommensurate withmasc/fem acc sgσύμμετροςcommensurate withneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξύμμετρον — σύμμετρον , σύμμετρος commensurate with masc/fem acc sg σύμμετρον , σύμμετρος commensurate with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
JUSTA Vestis — Gr. Δικαία ἐςθὴς, dicta est, quae sic ad conpus est apta, ut nec fluat, nec scrangnlet. Unde elugamer iustae runieae mensuram, quae nec longier aequo, nec iusto brevior esset, Iustitiam quadratum dixit Tertullian. de Pallio Ubi Iustitiam vocat… … Hofmann J. Lexicon universale
NARTHEX — Graece Νάρθηξ, ferula proprie. Plin. l. 13. c. 22. Ferula calidis nascitur locis atque trans maria geniculatis nodata scapis. Duo eius genera, Nartheca Groeci vocant assurgentem in altitunem. Nartheciam vero semper bumilem. E qua quia prima… … Hofmann J. Lexicon universale
PRONAUS — Graece πρόναος, in Aedibus sacris Graecorum, dicta est, pars anterior Aedis, alias πρόδομος quoque, sicut ipsa aedes ναὸς ac δόμος. In Templis vero Christianorum Νάρθηξ eius locô erat, porticus videl. vel atrium ante Basilicum ad deambulandum… … Hofmann J. Lexicon universale
ομαλός — I Οροπέδιο της Κρήτης (1.050 μ.) στην περιοχή των Λευκών Ορέων. Στενά και δυσκολοδιάβατα μονοπάτια το φέρνουν σε επικοινωνία με τις πρώην επαρχίες Κυδωνία, Σέλινο και Σφακιά. Πρόκειται για ευφορότατη περιοχή, όπου καλλιεργούνται πολλά δέντρα και… … Dictionary of Greek
σύμμετρος — η, ο/ σύμμετρος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει με άλλον κοινό μέτρο σε σχέση με κάτι, ανάλογος 2. αυτός που παρουσιάζει συμμετρία, συμμετρικός 3. ισόμετρος νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με μέτρο, αυτός στον οποίο τηρούνται οι αναλογίες («η μελέτη του… … Dictionary of Greek
τυπικός — ή, ό / τυπικός, ή, όν, ΝΜΑ [τύπος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τύπο 2. αυτός που συγκεντρώνει ή συνδυάζει τα κύρια χαρακτηριστικά μιας ομάδας χαρακτηριστικών (α. «ο κυπρίνος είναι τυπικό γένος τής οικογένειας κυπρινίδες» β. «οἱ… … Dictionary of Greek
ԱՄՓՈՓՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0077 Chronological Sequence: Unknown date գ. σύμμετρον Իբր չափաւորութիւն, կամ չափակցութիւն. *Վասն լսելեացն ամփոփութեան զյօժարութիւնն կարճեցաք. Կոչ. ԺԵ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ДОБРОДЕТЕЛЬ — фундаментальная философско богословская категория, обозначающая ценностно значимый аспект духовно нравственного совершенства человека. Слово «Д.», появившееся, вероятно, как калька с греч. термина καλοποιΐα (Lexikon zur Byzantinischen Gräzität /… … Православная энциклопедия